- βλαχουριά
- και βλαχουνιά, η1. το σύνολο των βλάχων2. η κακοσμία του βλάχου3. η άξεστη συμπεριφορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek